- βουκαμβίλια
- (bouqainvillea). Γένος αναρριχώμενων ξυλωδών θάμνων της οικογένειας των νυκταγινιδών (δικοτυλήδονα) με 12 είδη, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η β. η ευειδής και η β. η λεία. Η καλλιέργεια και η διάδοση της πρώτης έχει σταματήσει πριν από πολλά χρόνια στη χώρα μας και αντικαταστάθηκε από τις πιο διακοσμητικές ποικιλίες της δεύτερης, όπως είναι η σαντεριάνα (χρώμα ροζ-λιλά) και μία άλλη με κόκκινα άνθη. Μία τρίτη ποικιλία, η β. η ποικιλόχρους, έχει φύλλα στικτά με κίτρινες κηλίδες. Το γένος β. κατάγεται από τη Βραζιλία. Έχει άφθονα ακέραια, έμμισχα, επαλλάσσοντα φύλλα και πολυάριθμα φυλλόμορφα διακοσμητικά βράκτια, ωοειδή και οξύληκτα, σε χρώμα έντονο κόκκινο ή ροζ-λιλά, τα οποία συνοδεύουν κατά ζεύγη τα μικρά σωληνοειδή και αφανή άνθη. Η αναρρίχηση των θάμνων της β., που μπορεί να φτάσουν σε ύψος και τα 10 μ., γίνεται δυνατή με σκληρά αγκάθια που πιάνουν στα άγκιστρα. Η β. αναπτύσσεται και καλλιεργείται ιδιαίτερα στις νότιες και παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας μας. Γενικά, είναι φυτό ηλιόφιλο, ευαίσθητο στις δυνατές παγωνιές και χρησιμοποιείται για να διακοσμεί τοίχους και τα περίπτερα κήπων. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα εδάφη, αλλά πρέπει να προστατεύεται από τους ψυχρούς βόρειους ανέμους. Πολλαπλασιάζεται εύκολα με μοσχεύματα.
Τα μικρά άνθη της βουκαμβίλιας συνδέονται με εντυπωσιακά βράκτια με έντονο χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.